- κουμκάν
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), είδος χαρτοπαιγνίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουμκάν — το βλ. κουνκάν … Dictionary of Greek